- πρωτοστράτωρ
- Αυλικό βυζαντινό αξίωμα που δινόταν σε πρόσωπα της απόλυτης εμπιστοσύνης του αυτοκράτορα. Ο π. ήταν αρχηγός των στρατόρων, δηλαδή των ιπποκόμων. Π. υπήρχαν και στις βασιλικές αυλές της δυτικής Ευρώπης.
* * *-ορος, ὁ, ΜΑ, και πρωτοστάτωρ Μστρατιωτικό αξίωμα στη βυζαντινή κυρίως αυτοκρατορική Αυλή, κάτοχος τού οποίου ήταν ο επικεφαλής τών στρατόρων, δηλαδή τών βασιλικών ιπποκόμων, και τών σπαθαροκανδιδάτων, οι οποίοι είχαν κοινά στρατιωτικά καθήκοντα στο παλάτι τής Κωνσταντινούπολης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + στράτωρ «ιπποκόμος»].
Dictionary of Greek. 2013.